Μετάβαση στο περιεχόμενο

Το Τίποτα

9 Ιουλίου, 2012

Καμιά ιστορία απ’ τον στρατό δεν είναι άξια λόγου μετά το πέρας της διαδικασίας. Ο χρόνος λειαίνει τις αναμνήσεις και στο μυαλό όλα γίνονται πιο ανώδυνα για να μπορείς να συνεχίσεις τη ζωή. Η στρατιωτική θητεία είναι το μεγαλύτερο σκουπίδι της ανθρωπότητας, η πιο σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης, η μεγαλύτερη ντροπή της ανθρώπινης φύσης. Όταν πριν μέρες συμφώνησα να συμμετέχω σε αυτό το αφιέρωμα νόμιζα ότι κάτι θα έβρισκα να πω για τη δική μου στρατιωτική θητεία, οι μέρες περνούσαν και το κεφάλι μου ήταν άδειο, καμία ενδιαφέρουσα ιστορία, μόνο εικόνες ανείπωτης βαρεμάρας για τις ατέλειωτες ώρες, μέρες, εβδομάδες στη σκοπιά χωρίς να συμβαίνει απολύτως Τίποτα. Θα μπορούσα ίσως να γράψω για τη θλίψη που έχει ένα πούλμαν γεμάτο φαντάρους πέντε το πρωί στην εθνική προς το στρατόπεδο ή για τους αδέξιους θεατρινισμούς μπροστά στους κατά φαντασία ανώτερους, να γίνω δεικτικός, να μιλήσω για τη γελοιότητα, τη χυδαιότητα, το γκροτέσκο του ελληνικού στρατού, δυο χρόνια μετά όμως το μόνο που έχει μείνει είναι το Τίποτα. Μια μέρα θα τα σκεφτόμαστε όλα αυτά και θα γελάμε, μου έλεγε ο Δημήτρης που κάναμε μαζί τις σκοπιές, οι φιλίες του στρατού είναι οι πιο δυνατές ρε, θα βρισκόμαστε μετά από χρόνια και θα λέμε ιστορίες που οι υπόλοιποι δεν θα καταλαβαίνουν, θα έχει πλάκα, θα δεις. Δεν ήταν έτσι. Χάθηκα και με το Δημήτρη, χάθηκαν και όλες οι αναμνήσεις από τη στρατιωτική θητεία, το μόνο που έμεινε ήταν μερικές ιστορίες γραμμένες βιαστικά στη σκοπιά ή σε κάποιο θάλαμο που μύριζε ποδαρίλα. Αυτές οι ιστορίες είναι οι μόνες που θυμάμαι πια γιατί έτυχε να τις καταγράψω εδώ μέσα, τρεις στιγμές μέσα στο Τίποτα, κι ελπίζω οι φίλοι συν-ιστολόγοι να μου συγχωρέσουν το ατόπημα. Α, θυμήθηκα και το σκύλο μου! Ήταν ένας υπέροχος σκύλος που μου κρατούσε συντροφιά για μήνες κι εγώ έλεγα πως όταν απολυθώ θα παίρνω συχνά τηλέφωνο την υπαξιωματικό να μαθαίνω νέα του. Αυτό με στεναχωρεί κάπως γιατί έχω πάνω από χρόνο να τηλεφωνήσω.

.

Περιοδεύοντες

Από το παράθυρο μου βλέπω τους καινούργιους. Έχουν περάσει την πρώτη επιτροπή, έχουν φορέσει τα νέα τους ρούχα (“ρούχα αγγαρείας” τους είπαν οι από πάνω, με νόημα) και τώρα στέκονται στη σειρά για τους γιατρούς. Ο αμφιβληστροειδής από ‘δω κι εμπρός τρέφεται αποκλειστικά με χρώμα χακί. Ο τρόμος στο βλέμμα, ο φόβος για το άγνωστο, η αγωνία που έχουν τα πρόβατα λίγο πριν τον σφαγιασμό. Σε λίγο στην εικόνα θα προστεθούν οι σπασμένες φλέβες από άγαρμπες νοσοκόμες και τα πλαστικά κύπελλα με τα ούρα στις αυτοσχέδιες υπαίθριες τουαλέτες. Για την ώρα κάποια αμήχανα χαμόγελα που σε λίγο θα σβήσουν όταν ανοίξει η πόρτα του αφροδισιολόγου. Σε λίγο μόνο γυμνά αντρικά σώματα, χωρίς ιδιοκτησία πια. Σώματα που διαφυλάχτηκαν χρόνια από άλλα μάτια και που έχουν αγαπηθεί (ή και ποθηθεί), σε λίγο θα εκτεθούν, θα επιθεωρηθούν, θα σταθούν γυμνά απέναντι σε πολλά άλλα γυμνά σώματα, σε ιατρικές εποπτείες, σε βίαιες αιμοληψίες, σε οχλώδεις ιατρικές συνεντεύξεις που θα στείλουν περίπατο το ιατρικό απόρρητο. Κάποιοι λιποθυμούν. Κάποιοι χτυπούν νευρικά το πόδι στο πάτωμα. Έρχεται ένας από τους από πάνω, βλέπει ένα πεταμένο σκουπιδάκι στο πάτωμα, λέει «μήπως μπορείς να το μαζέψεις αυτό;» και αμέσως πετάγονται τρεις που υπακούουν σαν κουταβάκια το αφεντικό τους. Δεν αναρωτιέμαι τι σκέφτονται, το ξέρω καλά. Και είμαι σίγουρος ότι αν υπήρχε μία εμπειρία που ο κάθε άνθρωπος θα ήθελε να σβήσει για πάντα από τη μνήμη του, είναι αυτή ακριβώς η στιγμή που η ανθρώπινη προσωπικότητα εξομοιώνεται με το μικρό σκουπιδάκι στο πάτωμα.

 .

Φθινόπωρο

Εδώ και ώρα πάνω από την προβλήτα πετάει ένα κοπάδι γλάρων. Ολόλευκοι γλάροι, όμορφοι, φαίνεται να ερωτοτροπούν, κάποιοι ήδη ζευγαρώνουν, άλλοι μάταια αναζητούν το ταίρι τους. Το κράξιμο τους είναι το μοναδικό πράγμα που ακούγεται γύρω εδώ και πολλή ώρα. Ιιιιιικ ιιιιικ ιιιιικ. Ξαφνικά σηκώνεται ένα μεγάλο κύμα, που πετάει πάνω στην προβλήτα μερικές σαρδέλες. Ασημί σαρδέλες που λάμπουν στο φως του μεσημεριανού ήλιου, καθώς σπαράζουν για ζωή. Οι γλάροι πλησιάζουν και το ιιιιικ ιιιιικ δυναμώνει. Οι σαρδέλες αισθάνονται την απειλή και εξακολουθούν να σπαράζουν μπρος στα πόδια μου, ενώ οι γλάροι πετούν πάνω από το κεφάλι μου καραδοκώντας για το μεζέ τους. Και αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα καλούμαι να αποφασίσω αν θα δώσω ή όχι ζωή στις σαρδέλες ή θα τις αφήσω δώρο στους γλάρους. Την κρίσιμη αυτή στιγμή σκέφτομαι ασυναίσθητα πως χάθηκε έτσι αυτό το καλοκαίρι, ανάμεσα σε σκοπιές, ταπεινώσεις, άσκοπες αναμονές και ανθρώπους χωρίς καρδιά. «Ποιος είμαι εγώ που θα αποφασίσω για τις τύχες των άλλων;» σκέφτομαι τελικά. Κοιτάω τις σαρδέλες που τους έχει απομείνει ελάχιστος χρόνος ζωής, ενώ γύρω μου οι πιο τολμηροί γλάροι έχουν ήδη ξεκινήσει την κάθοδο. Οι πρώτες σαρδέλες έχουν γίνει μεσημεριανός μεζές, προεξέχουν πια μόνο οι ουρές τους μέσα από τα πεινασμένα και απειλητικά ράμφη. Αντανακλαστικά πιάνω την πιο μικρή σαρδέλα και την πετάω στη θάλασσα. «Ας τα καταφέρει έστω μία να ξεφύγει». Εκείνη τη στιγμή από μία τρύπα στο βυθό πετάγεται ένα μεγαλύτερο ψάρι, γραπώνει τη μικρή μου σαρδέλα (με την οποία μας συνδέουν πια δεσμοί ζωής) και εξαφανίζεται πάλι στην τρύπα του. Και κάπως έτσι έφυγε αυτό το καλοκαίρι…

.

Το Άγημα

Πρωί πρωί μας κάλεσαν να πάμε ως άγημα στην κηδεία ενός αξιωματικού. Δεν ξέρω αν είναι σύμπτωση ή το κάνουν για να μας εκνευρίσουν ακόμα περισσότερο, αλλά από τότε που κατατάγηκα στο Πολεμικό Ναυτικό όλοι πεθαίνουν. Κελευστές, ανθυπασπιστές, ναύαρχοι, όλοι. Λες και το κάνουν εναντίον μας. Τέλος πάντων, βάλαμε τις καλές μας τις στολές, πήραμε όπλα και ξιφολόγχες και ξεκινήσαμε πρόβα για να μην τους κάνουμε πάλι ρεζίλι. Μετά από καμιά 30αριά επ’ ώμου αρμ και μερικές προσοχές, ο υπεύθυνος αποφάσισε ότι ήμασταν έτοιμοι για την κηδεία. Η μπάντα του ναυτικού, σαν έτοιμη από καιρό, είχε ήδη καταφτάσει και όλοι επιβιβαστήκαμε στο πούλμαν για το ταξίδι που δεν έχει γυρισμό.

 

Φτάσαμε στο νεκροταφείο λίγο μετά την νεκρώσιμη ακολουθία. Παραταχθήκαμε σε δύο γραμμές, ενώ η μπάντα ξεκίνησε να παίζει μία εμβληματική και συνάμα πένθιμη μπαλάντα. Στο βάθος, πάνω από ένα μνήμα μαζεμένοι οι συγγενείς του εκλιπόντος πενθούσαν τη ζωή που χάθηκε. Ο υπεύθυνος μας παρέταξε σε θέση παρέλασης και με εν-δυο φτάσαμε στο μνήμα. Εκεί κάναμε το γνωστό σόου που γνωρίζουμε πια καλά, γιατί, όπως είπα, τελευταία έχουν πεθάνει πολλά μέλη του Πολεμικού Ναυτικού. Η μπάντα ήχησε τον εθνικό ύμνο και οι υπόλοιποι, πάντα σε θέση προσοχής, σηκώσαμε τα όπλα και περιμέναμε να δοθεί το σύνθημα για το ηρωικό και ύστατο πολεμικό χαίρε. Που δεν άργησε να έρθει. Ο ήχος από τα όπλα έσχισε την ησυχία του βροχερού απογεύματος, αντιλαλώντας μέσα από τα δέντρα του νεκροταφείου, ενώ οι συγγενείς τεθλιμμένοι αλλά και περήφανοι κράτησαν ενός λεπτού σιγή για το αγαπημένο πρόσωπο.

 

Ύστερα ο υπεύθυνος κατέθεσε στεφάνι εκ μέρους του Πολεμικού Ναυτικού. Καθώς πλησίαζε προς το μνήμα, όλοι γύρω σκίρτησαν από το παράστημα και την ανδρεία του. Ακουμπώντας το στεφάνι, συλλυπήθηκε τη χήρα του αξιωματικού κι έκανε να φύγει, πάντα καμαρωτός και ευθυτενής, όπως αρμόζει σε όλους τους φρουρούς της πατρίδας.

 

Εκείνα τα κρίσιμα δευτερόλεπτα, στρίβοντας με χάρη και δεξιοτεχνία τον κορμό του, φιγούρα που σίγουρα είχε δοκιμάσει μπροστά στον καθρέφτη του εκατοντάδες φορές στο παρελθόν, το μάτι του έπεσε στη φωτογραφία του μνήματος. Και ήταν ακριβώς εκείνα τα δευτερόλεπτα που ο υπεύθυνος μας σίγουρα ευχήθηκε να βρισκόταν ο ίδιος στο μνήμα, αφού στη φωτογραφία δεν ήταν κάποιος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού (αυτός κείτονταν δέκα μνήματα πιο κάτω), αλλά μια γριούλα, οι συγγενείς της οποίας απορούσαν με ειλικρίνεια για την παρουσία μας.

 

Αμέσως μας δόθηκε σήμα να επιταχύνουμε και να φύγουμε το συντομότερο δυνατό, πριν μαθευτεί παντού η φριχτή αυτή παρεξήγηση. Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πίσω από ένα δέντρο, εμφανίστηκε μία μεσόκοπη κυρία παρακείμενου μνήματος, που, κραδαίνοντας ένα 50ευρο ζήτησε στον υπεύθυνο μας να παίξει η μπάντα και για το δικό της τεθνεώτα, πάει χρόνια αυτός, που πολέμησε στον πόλεμο του ’40. Τόσο τρέξιμο είχα χρόνια να ρίξω…

 ….

Μερικές ακόμα ιστορίες στρατιωτικής θητείας

Τσαλαπετεινός: Θητεία Ι.

Ο Βιβλιοθηκάριος: la couleur du soufre

Το Ερυθρό Καγκουρώ: Το ματσάκι της επιστράτευσης…

Δύτης των Νιπτήρων: Τ/ΠΒ, ΛΜ41Β

Η Ωραία Σέλιτσα: Θητεία στα σύνορα

Oldboy: Το επισκεπτήριο

Κυνοκέφαλοι: Το γράμμα του Στάθη

Μεταπαράλογος: Για μια σπανακόπιτα και ένα μίλκο

17 Σχόλια leave one →
  1. 9 Ιουλίου, 2012 11:42 πμ

    Δεν νομίζω πως ήταν ανάξιες λόγου οι ιστορίες σου. Ποτέ οι ιστορίες σου δεν είναι ανάξιες λόγου, όσο κι αν δεν θες να το παραδεχτείς. Υπάρχουν και ανούσια πράγματα που ζούμε, τα οποία όταν τα αφηγούμαστε έχουν μια χαρά ουσία.

  2. 9 Ιουλίου, 2012 11:48 πμ

    Τέλεια η ιστορία, και με έκανε και γέλασα κιόλας. καλημέρα/καλησπέρα/καληνύχτα και λοιπά, σε φιλώ…

  3. 9 Ιουλίου, 2012 1:14 μμ

    Το άγημα είναι μια από τις καλύτερες στρατιωτικές ιστορίες που έχουν γραφτεί ποτέ. Και η φωτο πρέπει να πω ότι είναι εξαιρετική.

  4. 9 Ιουλίου, 2012 3:01 μμ

    Η ουσία του «τίποτα» λοιπόν βρίσκεται στο μνήμα της γιαγιάς και στις τιμές που της αποδόθηκαν.

  5. LouSalome permalink
    9 Ιουλίου, 2012 6:26 μμ

    »το ύψωμα 33»
    είναι μια μικρού μήκους-δεν θυμάμαι πότε, δεν θυμάμαι ποιου- ταίνία που μου χαράχτηκε στην μνήμη όταν την είχα δει. Σαν να βρήκε τα λόγια της με το κείμενά σου. Ως και σε στρατώνες μπορείς να μας ταξιδέψεις silent και να ναι ωραία.

  6. 9 Ιουλίου, 2012 7:06 μμ

    Βασικά με την εισαγωγή κόλλησα. Όσες φορές δε μου είπαν οι παλιοί συφάνταροι να βγούμε, να τα πούμε, να κάνουμε, ένιωσα να με πλημμυρίζει μια πελώρια βαρεμάρα… Ούτε καν. Τη φάγαμε τη μαλακοθητεία, γελάσαμε δε λέω, αλλά από ‘κει κι έπειτα «γεια σας». Και δε λυπάμαι κιόλας.

  7. 9 Ιουλίου, 2012 7:26 μμ

    Ομολογώ ότι τα περί βαρεμάρας ήταν το πρώτο που σκέφτηκα να γράψω κι εγώ.Και τα περί χαμένου χρόνου.Πρέπει να παραδεχτείτε όμως ότι η ιστορία του αγήματος είναι απ’ αυτές που αξίζει να διηγείται κανείς.

  8. 9 Ιουλίου, 2012 8:21 μμ

    @Γιώργο οι ιστορίες γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας και έχοντας σαν μεγάλη παρηγοριά το ταπεινό αυτό μπλογκάκι 🙂 Δυο χρόνια μετά μόνο κενό, μου το ‘λεγαν τότε και δεν το πίστευα…

    @Artanis71 ευχαριστώ! καληνύχτα και σε ‘σένα…

    @Τσαλαπετεινέ η φωτο είναι από ένα καλοκαιρινό μεσημέρι δραματικών ωρών στη σκοπιά μερικά λεπτά πριν πάρει φωτιά το φυλάκιο μου και μερικά γύρω στρέμματα. Νομίζω ότι τη φωτιά την έβαλα κατά λάθος εγώ με το τσιγάρο μου, ευτυχώς όμως κατάφερα εύκολα να την αποδώσω σε φυσικούς παράγοντες 🙂 Το άγημα αποδίδει ρεαλιστικότατα τη θητεία στο πολεμικό ναυτικό..

    @Γρηγόρη ακριβώς! όλος ο παραλογισμός, η προχειρότητα και η ευθυνοφοβία του ελληνικού στρατού μετά μουσικής 😉

    @LouSalome Το ”ύψωμα 33” το είχα δει κι εγώ πολλά χρόνια πριν τη δική μου θητεία. Ωραία ταινία, κάτι με ενοχλεί όμως όταν τη σκέφτομαι. Αυτό που με ενοχλεί είναι το χιούμορ που πάντα τα ζηλεύω γιατί ακόμα δεν έχω συγχωρήσει τον εαυτό μου που έχασα αυτό το χρόνο απ’τη ζωή μου. Ελπίζω ότι είναι ακόμα φρέσκια η εμπειρία και μια μέρα θα μπορώ να γελάω με την όλη μαλακία της στρατιωτικής θητείας 🙂

    @Raggedy Man δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο. Τη θητεία μου δεν την σκέφτομαι με αρνητικά συναισθήματα, περισσότερο ως μία βουτιά σε βόθρο που μου γεννάει την επιθυμία να κάνω ένα καλό αφρόλουτρο 🙂

    @selitsanos σας ευχαριστώ 🙂 το άγημα το έγραψα εν βρασμώ λίγες ώρες μετά, όπως και όσα άλλα έγραφα τότε. Κοιτώντας πίσω καμία δημιουργικότητα δεν μου γεννάται..

  9. 10 Ιουλίου, 2012 7:34 πμ

    του φίλου Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου η ταινία

    • 10 Ιουλίου, 2012 10:44 πμ

      Την είχα δει την ταινία ή στο «Ανεσις» ή στο «Αθήναιον» στου Αμπελόκηπους. Και εγώ τη θυμάμαι.

      • 10 Ιουλίου, 2012 1:58 μμ

        Θυμήθηκα τώρα ότι την είχα πρωτοδεί στο παλιό Παλλάς, πολλά χρόνια πριν η ανακαίνιση το κάνει αφιλόξενο, πρέπει να είχαμε κλείσει τουλάχιστον 5ωρο στον κινηματογράφο εκείνη τη μέρα, και όλοι οι θεατές χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό. Τώρα που το ξαναείδα (πρώτη φορά μετά τον στρατό εντάξει μου άρεσε περισσότερο!)

  10. 10 Ιουλίου, 2012 9:39 πμ

    Μου ήρθε χθες βράδυ με e-mail μια ακόμα ιστορία στρατιωτικής θητείας από κάποιον αναγνώστη που τη δημοσιεύω εδώ με μεγάλη χαρά 🙂

    Σαν σήμερα, πριν από 6 χρόνια

    Είχα μόλις έρθει με μετάθεση, ήσουν ήδη εκεί. Ήταν η πρώτη μου υπηρεσία, 9 με 12. Ήρθες ξαφνικά από πίσω, κάθισες στα σκαλάκια της σκοπιάς και μου είπες καλησπέρα. Σάστισα αλλά μου εξήγησες γρήγορα. Είχες κι εσύ υπηρεσία, τις ίδιες ώρες, περίπολο.

    Είχαμε γνωριστεί εκείνο το πρωί. Περίμενα να παραλάβω όπλο. Μου μίλησες πρώτος. Συστηθήκαμε.

    Περάσαμε σχεδόν 3 ώρες συζητώντας. Γνωριστήκαμε καλύτερα, ανταλλάξαμε πληροφορίες, για τη ζωή σου, για τη ζωή μου. Με κέρδισες.

    Ήταν σαν σήμερα, πριν από 6 χρόνια.

    Ποτέ μου δεν θα φανταζόμουν τη συνέχεια. Όλα έγιναν απλά, μόνα τους, ανθρώπινα. Ήρθες για να μου προσφέρεις όσα δεν είχα ζήσει μέχρι τότε, σχεδόν όλα. Μα πάνω απ’όλα στοργή, σεβασμό, υποστήριξη, χαμόγελο, ανθρωπιά.

    Τι να πρωτοθυμηθώ από όσα έγιναν τους επόμενους 6 μήνες; Πόσες στιγμές να ανακαλέσω; Ποια συναισθήματα;

    Την χαρά μου όταν αρχίσαμε να πλησιάζουμε ο ένας τον άλλο; Τα τραγούδια που σφύριζα στους διαδρόμους κι έκανα τους άλλους να αναρωτιούνται πού το έβρισκα τόσο κέφι; Τις απογοητεύσεις, όταν σκεφτόμουν ότι κακώς ξεσηκωνόμουν, δεν θα υπήρχε συνέχεια; Το άγχος, όταν έβγαιναν οι καθημερινές υπηρεσίες, αν θα είμαστε μαζί; Τις νύχτες που δεν κοιμόμουν και σε χάζευα να κοιμάσαι; Το πόσες φορές συγκράτησα τον εαυτό μου και τελικά δεν κρατήθηκα και στα είπα όλα; Το κλάμα που έριξα εκείνο το βράδυ; Το γέλιο τότε που χιόνισε και σαν μικρά παιδιά παίζαμε χιονοπόλεμο μαζί με τους δυο φίλους μας; Ή το κείμενό σου στο κουτί με τις φρυγανιές:

    «Κυρ Λοχία
    Τώρα αν σου ευχηθώ αυτές να είναι οι τελευταίες φρυγανιές που τρως, μάλλον θα μου πεις να φάω τη γλώσσα μου. Αυτό που εννοώ είναι ότι εύχομαι να μην σε ξαναπειράξει το στομάχι σου. Μακάρι να υπήρχε κάτι για να σου περνούσαν κι όλα τα άλλα. Επειδή όμως δεν υπάρχει, πάρε τις φρυγανιές και ξέρε πώς πάντα θα έχεις την εκτίμηση, το σεβασμό, τη φιλία και την αγάπη μου».

    Τη μέρα της απόλυσής σου έκανα δώρο ένα βιβλίο. Στο γράμμα που σου έδωσα μαζί προσπάθησα να σου πω αντίο. Δεν θέλησες. Και μου πρόσφερες άλλα πέντε γεμάτα χρόνια. Γεμάτα και με χαρές και με λύπες. Αλλά πάνω απ’όλα, ανθρώπινα.

    «Μόνο εμείς οι 2 ξέρουμε τι έχουμε» είχες πει. Και πράγματι, ελάχιστοι κατάλαβαν τι είχαμε.

    Πάνε τώρα πάνω από τρεις μήνες που δεν έχουμε μιλήσει. Με δική μου πρωτοβουλία αυτή τη φορά.

    Απόψε, 6 χρόνια μετά από εκείνη τη μοναδική βραδιά της ζωής μου, θα ήθελα μόνο να σου πω ότι ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ. ΑΦΑΝΤΑΣΤΑ.

    • LouSalome permalink
      10 Ιουλίου, 2012 10:05 μμ

      φίλε του Silent, έχω μιά αγαπημένη που έλεγε: »στον Έρωτα είμαι σαν νεοφώτιστο πουστράκι στο πάρκο» και μόνο έτσι μπορούμε να είμαστε όταν είναι ολοκληρωτικός Έρωτας ( σαν τα καθεστώτα) . Δεν ξέρω για φρυγανιές αλλά έκανες στο στομάχι μου να πετάξουν πεταλούδες. Παίρνω κι εγώ κάτι τέτοιες -αυτοτιμωριτικές- πρωτοβουλίες. Ξεχνάω ότι το μυαλό είναι κάτι που δουλεύει ακατάπαυστα από την γέννηση καθημερινά , κάνοντας τρισεκατομύρια συνάψεις, διαβιβάζοντας τρισεκατομύρια πολύτιμες πληροφορίες, ……….. ώσπου να ερωτευτείς.
      Τα σέβη μου

      • 12 Ιουλίου, 2012 11:25 πμ

        Lou, σήμερα το πρωί θυμήθηκα ότι και η αγαπημένη σου είναι σκύλος, τουλάχιστον αυτή δάγκωνε που και που κανένα μπόγια 🙂

Trackbacks

  1. Το ματσάκι της επιστράτευσης… | Το Ιστολόγιο του Ερυθρού Καγκουρώ – Red Kangaroo's Blog
  2. Τ/ΠΒ, ΛΜ41Β « ο δύτης των νιπτήρων
  3. Για μια σπανακόπιτα και ένα μίλκο « Μεταπαραλογος

Σχολιάστε