Μετάβαση στο περιεχόμενο

The Novi Sad Sessions III

24 Αυγούστου, 2022

Καθώς σέρνεται στη μέση ενός λιβαδιού, ο κύριος Γκλας πέφτει πάνω σε δύο ψωριάρηδες λύκους που έχουν ανοίξει την κοιλιά ενός μικρού βίσονα που κείτεται στο χορτάρι. Προσπαθεί να ορθοποδήσει και κατορθώνει να τους πλησιάσει κουτσαίνοντας. Ανεμίζει τα χέρια του σαν φτερωτή ανεμόμυλου. Ουρλιάζει λέξεις που ξεκινούν ως βρισιές και κατάρες μα σύντομα φέρνουν περισσότερο στη γλωσσολαλιά που είναι σημάδι επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος. Στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η φυσική έκφραση της πιο βαθιάς πείνας, που το μόνο που ζητάει είναι να ικανοποιηθεί. Οι λύκοι τρέπονται σε φυγή. Ο κύριος Γκλας είναι βέβαιος πως αν χρειαζόταν θα τους έπνιγε με τα ίδια του τα χέρια. Γονατίζει μπροστά στο βίσονα και ξεκινάει να σκίζει ένα κομμάτι κρέας από τα εκτεθειμένα πλευρά του. Το ζώο βογκάει και ο κύριος Γκλας παγώνει. Το κοιτάζει και βλέπει πως είναι ακόμα ζωντανό. Τα μάτια του βίσονα διαγράφουν τρελούς κύκλους στις κόγχες τους, σαν να προσπαθούν να προβλέψουν τι του επιφυλάσσει αυτός ο νέος απεσταλμένος του θανάτου. Ο κύριος Γκλας δεν το υποπτεύεται ακόμα, μα σύντομα θα ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις. Η μητρική γλώσσα του ζώου είναι η γλώσσα των Βισόνων, άγνωστη στον κύριο Γκλας, μα το μικρό έχει γρήγορα αποκτήσει επάρκεια στις διάφορες διαλέκτους του πόνου, της κοινής γλώσσας που καταλαβαίνει κάθε ρημαγμένο σώμα. Ο κύριος Γκλας ακουμπάει τις παλάμες του στην πλάτη του βίσονα. Αρχίζει να κλαίει, και για το ζώο και για τον εαυτό του.

«Δεν έχω μαχαίρι. Θεέ μου, δεν έχω μαχαίρι».

Ο κύριος Γκλας περιμένει όλο το απόγευμα, κατόπιν όλη τη νύχτα, μα ο μικρός βίσονας δε λέει να πεθάνει. Τα πλευρά του φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν με δυσκολία, κι εκεί που μοιάζει πως η επόμενη αναπνοή δεν θα έρθει ποτέ, φουσκώνουν ξανά. Το επόμενο πρωί ο κύριος Γκλας αρχίζει να να ξεσκίζει μακριές λωρίδες κρέας με τα χέρια του. Αν το ζώο μπορούσε να ουρλιάξει θα το έκανε, μα καθώς ο κύριος Γκλας το κομματιάζει, εκείνο μόνο βογκάει, τα πόδια του συσπώνται σαν να προσπαθεί να ξεφύγει από αυτόν τον ύστατο πόνο. Τώρα η γη μοιάζει με κρεβάτι, ο ουρανός με απόμακρο σεντόνι, κι η πέτρα μ’ ένα τελευταίο σκληρό μαξιλάρι. Οι οπλές του καλπάζουν αδύναμα μα συναντούν μόνο αέρα, κι εκείνο τρέχει και τρέχει, νομίζει, μέσα στα φαράγγια ενός πόνου που πλησιάζει όλο και πιο κοντά, μέχρι που επιτέλους βρίσκεται να τρέχει σε πεδιάδες που το οδηγούν προς ένα μακρινό μαύρο ουρανό που βράζει, γεμάτος πουλιά που περιμένουν να το φάνε για δεύτερη φορά, και το μόνο που του μένει είναι να τρέχει και να τρέχει, και να ελπίζει πως κάποια στιγμή ο πόνος θα σταματήσει και στα πόδια του θα επιτραπεί επιτέλους να αναπαυθούν.

Παναγιώτης Κεχαγιάς, Τελευταία Προειδοποίηση

εκδ. αντίποδες, 2016

No comments yet

Σχολιάστε