Μετάβαση στο περιεχόμενο

About

Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ-παφ, παφ, παφ, παφ-, «έχετε λίγη σκόνη» να είπω «κύριε Aλφα». Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνιά, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα ‘χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: «Ωχ, αυτός ο Αλφα, κύριε Βήτα…» Έπρεπε πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχθώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν’ αρθρώσω: «Δούλος σας, κύριε μου». Αλλά πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή δεν θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ…» Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω. Κανάγιες! Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαρας μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει. Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρία πανύψηλα, κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστριες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ’ ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημία. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα… Κώστας Καρυωτάκης

***

Μας ληστέψανε με το φως του ηλεκτρικού στις στάσεις των Λεωφορείων. Δεν μας βρήκανε τίποτα, πάρεξ το εισιτήριο στη χούφτα και μία φωτογραφία ενός μικρού παιδιού να κατουράει ανέμελα μέσα σ’ έναν κήπο. Βγάλαμε τη λευκὴ προκήρυξη από τα μαλλιά μας και τους την πετάξαμε στα μούτρα. Μαρμάρωσε η πόλη από τον τρόμο. Η γη έχασε την ισορροπία της απὸ το βάρος της προκήρυξης. Αυτοί, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, συνέχισαν την έρευνα μέσα στα σωθικά μας. Ποιος θα τραγουδήσει για τον φαντάρο που συμπλήρωσε το μισό της σελήνης με το κορμί του; Ποιος θα πει στα παιδιά μας για τα βερίκοκα που ωρίμασαν εκείνο τ’ απόγεμα του Ιούνη και δεν προλάβαμε να τα δοκιμάσουμε; Γιάννης Κοντός

***

Παρ’ όλο που σε όλη μου τη ζωή βιαζόμουν, η νύχτα μ’ έβρισκε πάντα απροετοίμαστο ή μάζευα τα φύλλα του φθινοπώρου, έχουν μια μυστηριώδη τύχη που μας ξεπερνά και γενικά τ’ ανθρωπιστικά αισθήματα δε σ’ ανεβάζουν ψηλά, το πολύ να φτάσεις ως τη λαιμητόμο ή έστω ως το παράθυρο μιας γυναίκας με κόκκινα μαλλιά, και λέω κόκκινα γιατί αγαπώ το μέλλον, όπως και τα φαρμακεία τη νύχτα μοιάζουν με φανταστικές εξόδους κι οι ποιητές ονειρεύονται ρωμαϊκές γιορτές ή αρνούνται να πεθάνουν, κατά τα άλλα συνήθως καίγομαι, έτσι ξεχειμωνιάζω καλύτερα ή στα σπίτια που μ’ έδιωχναν άφηνα πάντα πίσω απ’ την πόρτα ένα τσεκούρι. Τάσος Λειβαδίτης

***

Αλλά οι καλύτερες στιγμές μου είναι τα βράδια, όταν ανοίγω το παράθυρο κι αφήνω ελεύθερα τα ωραία ωδικά πουλιά που εκγυμνάζω τις ατέλειωτες ώρες της αιχμαλωσίας«Όποιον και να ρωτήσετε, θα σας πει ότι δεν είμαι και πολύ καλός άνθρωπος. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτή η λέξη. Πάντα συμπαθούσα τους παλιανθρώπους, τους παράνομους και τα ρεμάλια… Δε τα γουστάρω εκείνα τα καλοξυρισμένα αγοράκια, με τη γραβάτα και την καλή δουλειά. Μου αρέσουν οι απελπισμένοι άνθρωποι, οι άνθρωποι με τα σπασμένα δόντια, τα σπασμένα μυαλά και τους σπασμένους τρόπους. Αυτοί με ενδιαφέρουν. Είναι γεμάτοι εκπλήξεις και εκρήξεις. Για μένα οι έκφυλοι έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από τους αγίους. Οι αλήτες με ξεκουράζουν, γιατί και ‘γω αλήτης είμαι. Δε γουστάρω τους νόμους, τη θρησκεία, την ηθική και τους κανόνες. Δε γουστάρω να με φορμάρει η κοινωνία στα μέτρα της… Charles Bukowski

***

Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, μέσα στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες, σαν ανάγκες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό». Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, ν απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας. Χρόνης Μίσσιος

***

Νάμαστε απροσάρμοστοι, να η μεγάλη αρετή μας. Να μη βολευόμαστε, νάμαστε ανυπόμονοι, σκληροί, γιομάτοι ανησυχία και πίστη, να θέμε το αδύνατο -σαν τους ερωτευμένους.  Να ξέρουμε πως ότι λένε σήμερα δικαιοσύνη είναι οργανωμένη αδικία κι ότι λένε ηθική είναι η βολική,ταπεινή συνεννόηση των άναντρων…Και να μην το ανεχόμαστε. Ποιοί θα νικήσουν; Οι πιο σοφοί; Οι πιο πολλοί; Οι πιο ξυπνοί; Οι πιο σήμερα δυνατοί; Θα νικήσουν όσοι πιστεύουν. Αχ, πότε θα συνεργαστούμε, όλοι μαζί, σε μιαν επίθεση! Νίκος Καζαντζάκης

***

Σύντροφε, θα κατεδαφίσουμε ποτέ την κοινωνική δυστυχία; Χρωστάμε την πάλη, βεβαίως. Αύριο περιμένω να συναχτούμε χαρούμενοι, για να γλιτώσουμε τη διαλεχτική της επαναστατικής αιθρίας απ΄ τις ανούσιες θεωρητικές συζητήσεις. Κάθε καλό στην οργή του λαού κι ας αναπνέουμε οράματα, είμαστε γι΄ αυτό ακριβώς οι καλύτεροι της Ιστορίας. Εργάσου τώρα στου εαυτού την εκμηδένιση κραυγάζοντας “κάτω οι μιαροί παρασημάδες” εμείς μπορούμε να δώσουμε τη ζωή μας μέσα σ΄ ένα συλλαλητήριο εσείς τι μπορείτε; Νίκος Καρούζος

***

Ξύπνησαν πάλι οι άθλιες σκουριασμένες ορδές-λυσσασμένες θρησκείες, πατρίδες, οικογένειες-σκούζουν και σφάζονται για ένα καλύτερο χθες-μα οι σημαίες τους ανεμίζουν βρωμερές και νικημένες. Γιάννης Αγγελάκας

***

Κι έπαιρνε με τα δυο του μόνο δάκτυλα ένα-ένα τα μη τους και τα πέταγε στο δοχείο των απορριμμάτων. Γιάννης Ρίτσος

***

Παρακαλώ αφήστε μήνυμα:

silentcrossing2012@gmail.com

2 Σχόλια leave one →
  1. 4 Νοεμβρίου, 2009 6:23 πμ

    Πότε θα έρθει η ώρα να κάνουμε λίγο θόρυβο, silentcrossing…? 🙂

  2. 7 Αυγούστου, 2019 5:54 μμ

    Την καλησπέρα μου, μπραβο για την ιστοσελίδα και ιδιαίτερα για ενα παλιο άρθρο με τιτλο Αντιο Αντώνη, που είχα αναδημοσιεύσει πριν αρκετα χρόνια..

Σχολιάστε